υπερτίμημα

υπερτίμημα
το, Ν
[υπερτιμώ]
1. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου
2. το χρηματικό όφελος που αποκομίζει ο ιδιοκτήτης από την υπερτίμηση τής περιουσίας του
3. η ποσότητα κατά την οποία αυξάνεται η αγοραία τιμή ενός αγαθού σχετικά με την συνήθη ή την προηγούμενη τιμή του
4. η επί πλέον διαφορά μεταξύ τής ονομαστικής αξίας ενός τίτλου ή τής πραγματικής αξίας ενός νομίσματος και τής τρέχουσας τιμής του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερτίμημα — το, ατος 1. χρηματικό ποσό που προκύπτει από την υπερτίμηση. 2. αύξηση της αξίας ή της προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου: Αυτόματο υπερτίμημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερτίμηση — η, Ν 1. υπερεκτίμηση, υπέρμετρη εκτίμηση 2. η αύξηση τής τιμής τών εμπορεύσιμων αγαθών, ανατίμηση 3. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου περιουσιακού στοιχείου, υπερτίμημα 4. φρ. «αυτόματη υπερτίμηση» (οικον.) κάθε ανοδική κίνηση τού επιπέδου τιμών …   Dictionary of Greek

  • υπερτίμηση — η 1. υπερβολική εκτίμηση, υπερεκτίμηση, ανατίμηση, ύψωση της τιμής των εμπορευμάτων: Δυο φορές έγινε φέτος υπερτίμηση των παπουτσιών. 2. υπερτίμημα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”