- υπερτίμημα
- το, Ν[υπερτιμώ]1. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου2. το χρηματικό όφελος που αποκομίζει ο ιδιοκτήτης από την υπερτίμηση τής περιουσίας του3. η ποσότητα κατά την οποία αυξάνεται η αγοραία τιμή ενός αγαθού σχετικά με την συνήθη ή την προηγούμενη τιμή του4. η επί πλέον διαφορά μεταξύ τής ονομαστικής αξίας ενός τίτλου ή τής πραγματικής αξίας ενός νομίσματος και τής τρέχουσας τιμής του.
Dictionary of Greek. 2013.